- Λυδῶν
- Λῡδῶν , Λυδόςa Lydianmasc gen plΛυδόςa Lydianfem gen plΛυδόςa Lydianmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
Κιμμέριοι — Αρχαίος λαός που κατοικούσε Β του Ευξείνου Πόντου, στη σημερινή Κριμαία και στην περιοχή γύρω από τη Μαιώτιδα λίμνη (Αζοφική θάλασσα). Οι Κ. ήταν γνωστοί στην Ελλάδα ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους. Ο Όμηρος τούς αναφέρει ως λαό που κατοικούσε… … Dictionary of Greek
ASCALON — Latine appensio, vel statera, sive ignis infamiae, civitas Palaestinae, sive ut Iosephus habet l. 5. Ant. Iud. c. 3. superioris Idumaeae. In tribu Dan, maritima, Philistaeorum munitissima. Morer. Conditorem habuisle legitur Lydium Ascalum. Ita… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCAR — Graece Βάκκαρ, quod nardi silvestris nomine quidam donavêre, vestibus inserebatur olim ad odorem conciliandum, teste Pliniô l. 21. c. 19. Conditur cum diapasmate, vestibus odoris gratiâ inseritur. Ubi Salmas. legit, Tunditur utiliter ad… … Hofmann J. Lexicon universale
OMPHALE — Regina Lydiae, post Tmolum maritum Regem filia Iardani, de cuius cum Camblita Reg. inimicitiis diximus supra. Ei Hercules (ob caedem Iphiti, ex oraculo, venditus) in biennium serviebat; quô tempore ex Iardani ancilla Cleolaum, cuius posteri… … Hofmann J. Lexicon universale
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
επίπαν — ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM) επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek